-
1 ἀναγκαῖος
1 enforced λυγρόν τἔρανον Πολυδέκτᾳ θῆκε ματρός τ' ἔμπεδον δουλοσύναν τό τ ἀναγκαῖον λέχος (i. e. of Danae) P. 12.15 ] αν λέχεά τ' ἀναγκαῖα δολ[ (sc. of Danae & Polydektes) Δ. 4. 15. -
2 λέχος
λέχος (-ει, -εϊ, -ος; -εα, -έων, -εσιν.)1 bed ποι]κίλω[ν ἐ]κ λεχέω[ν (supp. Lobel) fr. 169. 36. as euphemism for sexual intercourse,ἤλυθεν ἐς λέχος ἱμερτὸν Θυώνᾳ P. 3.99
“ εὑρήσει γυναικῶν ἐν λέχεσιν γένος” P. 4.51Ναὶς εὐφρανθεῖσα Πηνειοῦ λέχει Κρέοισ' ἔτικτεν P. 9.16
“ ἐκ λεχέων κεῖραι μελιαδέα ποίαν” P. 9.37 ἢ ἑτέρῳ λέχεϊ δαμαζομέναν ἔννυχοι πάραγονκοῖται; P. 11.24 λυγρόν τ' ἔρανον Πολυδέκτᾳ θῆκε ματρός τ ἔμπεδον δουλοσύναν τό τ ἀναγκαῖον λέχος i. e. concubinage P. 12.15, cf., ] αν λέχεά τ' ἀναγκαῖα δολ[ (of Danae and Polydektes) Δ.. 1. βροτέων δὲ λεχέων τυχοῖσα υἱὸν εἰσιδέτω θανόντ' ἐν πολέμῳ (γάμων. Σ.) I. 8.36λεχέων ἐπ' ἀμβρότων Pae. 6.140
of childbed,γυναῖκας, ὅσαι τύχον Ἀλκμήνας ἀρήγοισαι λέχει N. 1.49
cf. ἄπεπλος ἐκ λεχέων νεοτόκων[ ]νόρουσε (sc. Ἀλκμήνα) Πα. 2. 1. λτ;λέχος> (supp. Snell e Σ, λέχος ἐπὶ τὴν λοχείαν) Πα. 7B. 33. met., λέχει πέλας ἀμβροσίῳ Μελίας (τῷ Ἰσμηνίῳ λέγει Σ.) Πα.. 3. ἐκ λεχέων ἀνάγει φάμαν παλαιὰν εὐκλέων ἔργων i. e. from its bed of slumber I. 4.22
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский